Η λογοκρισία ως μέσο χειραγώγησης κάνει την εμφάνισή της ως καταγεγραμμένο φαινόμενο στην Αρχαία Ελλάδα, την εποχή του Σωκράτη και στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, με την απαγόρευση ή την αρνητική κρητική της άρχουσας τάξης πάνω σε θεατρικά έργα. Με την εμφάνιση της τυπογραφίας και την κυκλοφορία των εφημερίδων, κράτος και θεσμοί τη χρησιμοποιούν προκειμένου να εμποδίσουν τη διάδοση ιδεών και απόψεων που δεν ήταν αρεστές. Ακόμα και με την καθιέρωση της ελευθεροτυπίας μετά τη Γαλλική επανάσταση, το φαινόμενο συνεχίζει να υφίσταται σε όλες τις μορφές ενημέρωσης του κοινού, από τον τύπο μέχρι και το διαδίκτυο αλλά και σε άλλους χώρους, πέραν της ενημέρωσης, όπως για παράδειγμα στον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία και αλλού.
Οι δύο μορφές λογοκρισίας που συναντώνται συνήθως, προληπτική και κατασταλτική, παίρνουν τη μορφή της άμεσης ή έμμεσης απαγόρευσης, καθώς, στη μεν πρώτη, η επέμβαση του λογοκριτή γίνεται εξ αρχής, πριν δηλαδή τη δημοσίευση ειδήσεων ή κειμένων, ενώ στη δεύτερη η επέμβαση έρχεται ως επακόλουθο με την κατάσχεση ή τη δίωξη των υπευθύνων.
Σε αντίθεση με τη χώρα μας, σε παγκόσμιο επίπεδο το θέμα της λογοκρισίας έχει απασχολήσει νομολογιακά και ερευνητικά συνταγματολόγους και νομικούς, όπως για παράδειγμα στη Γερμανία, όπου εξετάστηκαν τα είδη της ως εννοιολογικά, κατά χρόνο εφαρμογής, κατά μέσο διάδοσης, κατά λογοκριτική Αρχή. Μέσα στα είδη αυτά εντάσσεται και η φερόμενη ως θετική λογοκρισία, η οποία θεωρείται και ως το βασικό μέσο της προπαγάνδας.
Βέβαια το σύστημα παρεμβατισμού μπορεί να διαφέρει από κράτος σε κράτος, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην Αμερική και αντίστοιχα στη Δυτική Ευρώπη. Ο ασθενέστερος κρατικός παρεμβατισμός μπορεί να προκύψει είτε από μια σκόπιμη πολιτική που ευνοεί την αγορά ή από την αποτυχία του πολιτικού συστήματος να καθιερώσει και να επιβάλει πολιτική μέσων ενημέρωσης.[1] Κοινή συνισταμένη, ωστόσο, αποτελεί το γεγονός ότι με διάφορες μορφές το κράτος ή το κυβερνών κόμμα κρατά δέσμια τα ΜΜΕ και δεν επιτρέπει την ανάπτυξη ενός πλουραλιστικού συστήματος: απαγορεύει τη χρήση γλώσσας σε έναν τηλεοπτικό ή ραδιοφωνικό σταθμό πέραν του πενήντα τοις εκατό, διώκει νομικά τον πληροφοριοδότη όταν αυτός αποκαλύπτει στοιχεία που θίγουν το δημόσιο συμφέρον μετατοπίζοντας την ευθύνη και στον δημοσιογράφο και όχι σε αυτόν που προέβη στην αξιόποινη πράξη και πολλά άλλα.
Διαχρονικά δημοκρατικά πολιτεύματα και αυταρχικά καθεστώτα ενεργοποίησαν μηχανισμούς προληπτικής και κατασταλτικής λογοκρισίας. Για το κράτος, η λογοκρισία, ως επιβολή ελέγχου και περιορισμών στη δημόσια έκφραση ιδεών και αντιλήψεων, αποτελεί ισχυρό μέσο διατήρησης της εξουσίας και προάσπισης του ιδεολογικού, πολιτικού και κοινωνικού αξιακού συστήματος που η κρατική ή άλλες μορφές εξουσίας πρεσβεύουν.
[1] Hallin,D., Mancini, P., Comparing Media Systems, Cambridge University Press 2004, σελ. 44