Pantasos

Αόρατη προληπτική λογοκρισία ή αυτολογοκρισία

Ο κάθε είδους παρεμβατισμός ενέχει τον κίνδυνο να προκαλέσει περισσότερα προβλήματα από όσα προσπαθεί να επιλύσει και επιπροσθέτως οδηγεί στην αόρατη προληπτική λογοκρισία ή αλλιώς αυτολογοκρισία των ραδιοτηλεοπτικών φορέων και των εργαζομένων σε αυτά. Ακόμα πιο δύσκολος είναι ο εντοπισμός της λεπτής γραμμής μεταξύ της ευθύνης και της αποσιώπησης, όπως και της διακίνησης των ειδήσεων και απόψεων με την αυτολογοκρισία. «Μόνο ένας ανίκανος ή ένας δογματικός δεν μπορεί να διακρίνει αυτά τα σαφέστατα όρια της νέας εποχής. Όπως αρμονικά συνυπάρχει για παράδειγμα το δικαίωμα στην απεργία με το δικαίωμα στην εργασία, με τον ίδιο τρόπο συνυπάρχει και το δικαίωμα στην πληροφόρηση με το δικαίωμα στην αποσιώπηση, τη διαστρέβλωση, την αποπληροφόρηση».[1]

Συνειδητά ή ασυνείδητα και οι δημοσιογράφοι της δημόσιας ή κρατικής, κατά άλλους, ραδιοτηλεόρασης υποχρεώνονται από τις διορισμένες διοικήσεις στην αυτολογοκρισία ενώ οι συνάδελφοί τους στον ιδιωτικό τομέα εξαναγκάζονται να προβούν σε αυτήν υπό τον φόβο της απόλυσης. Η δημοσιογραφία, ως ανεξάρτητη μονάδα, βρίσκεται υπό την εποπτεία μιας ομάδας και κατ’ επέκταση μιας επιχείρησης ή ενός ομίλου. Όπως στις καθημερινά συγκρουσιακές κοινωνίες των ελεύθερων ανθρώπων, η διαμάχη μεταξύ συλλογικού και ατομικού συμφέροντος κυριαρχεί, έτσι και στο χώρο των ΜΜΕ, οι επιχειρηματικές φιλοδοξίες, οι εμπορικοί στόχοι, η κυβερνητική λογοκρισία και η παράπλευρη πολιτική θέτουν τα θεμέλια στα διλήμματα των δημοσιογράφων – όσων τουλάχιστον εμμένουν στον πρωταρχικό τους στόχο.[2]

Ο τρόπος οργάνωσης των μέσων ενημέρωσης αποτελεί ένα από τα βασικά αίτια λογοκρισίας που οδηγεί στην αυτολογοκρισίας και λιγότερο η συνειδητή παρεμπόδιση δημοσίευσης ενός θέματος. Οι εργαζόμενοι στα ιδιωτικά μέσα ενημέρωσης αποφεύγουν να ασχοληθούν με θέματα που ίσως θίγουν τα επιχειρηματικά συμφέροντα των ιδιοκτητών αλλά και των διαφημιζομένων που αποτελούν τους κύριους χρηματοδότες τους. Η εξάρτηση αυτή δημιουργεί μια νέα μορφή λογοκρισίας στα ΜΜΕ, την προληπτική λογοκρισία. Πολλές φορές, πληροφορίες μιας είδησης διοχετεύονται με σκοπιμότητα σε συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέρονται με αποτέλεσμα, μέσα στο πλαίσιο του ανταγωνισμού, να αμφισβητείται η ειλικρίνεια της αποκάλυψης και ο δημοσιογράφος να απολογείται για τις προθέσεις του και όχι για την ουσία του θέματος. Η πνευματική και ηθική δύναμη του δημοσιογράφου παλεύει αρκετές φορές με τις επιθυμίες και την ισχύ του εργοδότη.[3]

Οι λόγοι που οδηγούν τους εργαζόμενους δημοσιογράφους στην αυτολογοκρισία ξεκινούν από τη σωματική και οικονομική βία και φτάνουν μέχρι την κοινωνική πίεση ή τον κοινωνικό αποκλεισμό. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η δημοσίευση των σκίτσων του Μωάμεθ στην εφημερίδα Charlie Hebdo και τα όσα ακολούθησαν. Σήμερα οι δημοσιογράφοι στη Δανία αλλά και διεθνώς αποφεύγουν να ασχοληθούν με θέματα που αγγίζουν τη θρησκευτική πίστη ενός λαού, αλλά και όσοι το κάνουν δρουν με ιδιαίτερο σκεπτικισμό. Ο νέος εκδότης του γαλλικού σατυρικού περιοδικού Laurent Sourisseau δηλώνει ότι σταματά τη δημοσίευση τέτοιων σκίτσων, θέτοντας τον εαυτό του σε μία φάση αυτολογοκρισίας.[4] Σε κάθε περίπτωση η σωματική βία που ασκήθηκε κατά των δημοσιογράφων της εφημερίδας Charlie Hebdo δημιούργησε, μια νόρμα στη συνείδηση τους, με αποτέλεσμα στην πλειοψηφία τους να αυτολογοκρίνονται όταν ασχολούνται με τέτοια θέματα.

[1] Αναστασίου, Τ., ο.π. Αίτια και μορφές λογοκρισίας, στο Λογοκρισία-Λογοκλοπή, σελ. 44

[2] Τζόκα, Μ., Αποκάλυψη ή συγκάλυψη; Τα διλήμματα των δημοσιογράφων στο πολιτικό ρεπορτάζ, περιοδικό Δημοσιογραφία, τευχ. 1, εκδ. Columbia Journalism Review 2013, σελ. 27

[3] Αγγελόπουλος, Κ., Η Δημοσιογραφία στη σκιά των ισχυρών του Χρήματος, Δημοσιογραφία. Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο:  https://dimosiografia.com/dimosiografia-skia-xrimatos/ (06/12/2018)

[4] Charlie Hebdo: Όχι άλλα σκίτσα για το Ισλάμ και τον Μωάμεθ. Πρώτο Θέμα, Διαθέσιμο στον δικτυακό τόπο: https://www.protothema.gr/world/article/493744/charlie-hebdo-ohi-alla-skitsa-gia-to-islam-kai-ton-moameth/ (08/12/2018)